Διαπλοκή στα λιθουανικά
Μετάφραση: διαπλοκή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susipynę, Przeplatający, supina
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπλοκή
διαπλοκή συνωνυμο, διαπλοκή ορισμός, διαπλοκή english, διαπλοκή μετάφραση, οδηγόσ διαπλοκή, διαπλοκή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διαπλοκή στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διαπιστώνω στα λιθουανικά - pastaba, pastabą, pastaboje, pažyma, užrašas
- διαπληκτίζομαι στα λιθουανικά - ginčas, ginčytis, skandalas, kivirčas, vaidas, teigia, teigti
- διαπράττω στα λιθουανικά - įsipareigoti, įsipareigoja, įvykdyti, padaryti, įsipareigotų
- διαπρέπω στα λιθουανικά - išsiskiriantis, pranašesnis, žymus, Išduoda, preeminent
Τυχαίες λέξεις
Διαπλοκή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: susipynę, Przeplatający, supina
Μεταφράσεις: susipynę, Przeplatający, supina