Διαπλοκή στα ισλανδικά
Μετάφραση: διαπλοκή, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
interweaving
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπλοκή
διαπλοκή συνωνυμο, διαπλοκή ορισμός, διαπλοκή english, διαπλοκή μετάφραση, οδηγόσ διαπλοκή, διαπλοκή λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διαπλοκή στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- διαπιστώνω στα ισλανδικά - stofnsetja, ATH, athugið, huga, athugasemd, N ATH
- διαπληκτίζομαι στα ισλανδικά - illdeilur, þrefa, halda því fram, halda, halda því, að halda því fram, rökrætt
- διαπράττω στα ισλανδικά - fremja, skuldbinda, drýgja, skuldbinda sig, að fremja
- διαπρέπω στα ισλανδικά - preeminent
Τυχαίες λέξεις
Διαπλοκή στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: interweaving
Μεταφράσεις: interweaving