Ορκίζομαι στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ορκίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заклевам, кълна се, Кълна, се закълне, се кълнат
Ορκίζομαι στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορκίζομαι

ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι αντύπας, ορκίζομαι στα αγγλικά, cosmopolitan ορκίζομαι, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ορκίζομαι στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • οριστικά στα βουλγαρικά - определено, сигурност, със сигурност, категорично, определено е
  • οριστικός στα βουλγαρικά - окончателен, окончателно, окончателното, окончателния, окончателни
  • ορκισμένος στα βουλγαρικά - заклет, закле, заклел, заклех, положи клетва
  • ορμέμφυτος στα βουλγαρικά - инстинктивен, инстинктивно, инстинктивна, инстинктивната, инстинктивното
Τυχαίες λέξεις
Ορκίζομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: заклевам, кълна се, Кълна, се закълне, се кълнат