Ορκίζομαι στα σουηδικά
Μετάφραση: ορκίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svära, svär, lovar, svärja, svära på
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορκίζομαι
ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι αντύπας, ορκίζομαι στα αγγλικά, cosmopolitan ορκίζομαι, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι λεξικό γλώσσας σουηδικά, ορκίζομαι στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- οριστικά στα σουηδικά - definitivt, absolut, definitivt att
- οριστικός στα σουηδικά - bestämd, slutgiltig, slutgiltiga, definitiv, definitiva, slutgiltigt
- ορκισμένος στα σουηδικά - svurit, svors, sväras, svuren, edsvurna
- ορμέμφυτος στα σουηδικά - instinktiva, instinktiv, instinktivt, instinkt, fingertopps
Τυχαίες λέξεις
Ορκίζομαι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: svära, svär, lovar, svärja, svära på
Μεταφράσεις: svära, svär, lovar, svärja, svära på