Ορκίζομαι στα αλβανικά
Μετάφραση: ορκίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
be, betohem, betohen, betohesh, të betohen, të betohesh
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορκίζομαι
ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι αντύπας, ορκίζομαι στα αγγλικά, cosmopolitan ορκίζομαι, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι λεξικό γλώσσας αλβανικά, ορκίζομαι στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- οριστικά στα αλβανικά - pa dyshim, sigurisht, patjetër, definitivisht, padyshim
- οριστικός στα αλβανικά - caktuar, përfundimtar, definitive, përfundimtare, definitiv, përkufizuar
- ορκισμένος στα αλβανικά - betuar, betua, betimin, betohem, betuar në
- ορμέμφυτος στα αλβανικά - instinktiv, i pavetëdijshëm, pavetëdijshëm, instiktive, instinktive
Τυχαίες λέξεις
Ορκίζομαι στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: be, betohem, betohen, betohesh, të betohen, të betohesh
Μεταφράσεις: be, betohem, betohen, betohesh, të betohen, të betohesh