Ορκίζομαι στα ισλανδικά

Μετάφραση: ορκίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bölva, blóta, sver, sverja, eið, sver að, sverja þér
Ορκίζομαι στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορκίζομαι

ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι αντύπας, ορκίζομαι στα αγγλικά, cosmopolitan ορκίζομαι, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ορκίζομαι στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • οριστικά στα ισλανδικά - ákveðið, örugglega, ákveðið að, sannarlega, efa
  • οριστικός στα ισλανδικά - endanlegt, endanlega, endanleg, endanlegur, afgerandi
  • ορκισμένος στα ισλανδικά - svarið, sver, sór, eið unnið, bundnir
  • ορμέμφυτος στα ισλανδικά - instinctive
Τυχαίες λέξεις
Ορκίζομαι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: bölva, blóta, sver, sverja, eið, sver að, sverja þér