Ορκίζομαι στα ρουμανικά
Μετάφραση: ορκίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
jura, jur, jure, jură, juri
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορκίζομαι
ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι αντύπας, ορκίζομαι στα αγγλικά, cosmopolitan ορκίζομαι, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ορκίζομαι στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- οριστικά στα ρουμανικά - categoric, siguranta, cu siguranta, siguranță, cu siguranță
- οριστικός στα ρουμανικά - definitiv, definitivă, definitive, definitiva, definitoriu
- ορκισμένος στα ρουμανικά - jurat, autorizat, jur, investit, depus jurământul
- ορμέμφυτος στα ρουμανικά - instinctiv, instinctivă, instinctiva, instinctive, instinct
Τυχαίες λέξεις
Ορκίζομαι στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: jura, jur, jure, jură, juri
Μεταφράσεις: jura, jur, jure, jură, juri