Ορκίζομαι στα λευκορωσικά

Μετάφραση: ορκίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лаяцца, сварыцца, ругаться, зьдзекавацца, глуміцца
Ορκίζομαι στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορκίζομαι

ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι αντύπας, ορκίζομαι στα αγγλικά, cosmopolitan ορκίζομαι, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ορκίζομαι στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • οριστικά στα λευκορωσικά - без, бяз, вызначана, пэўна, дакладна, напэўна, безумоўна
  • οριστικός στα λευκορωσικά - канчатковы, канчатковую, канчатковая
  • ορκισμένος στα λευκορωσικά - прыведзены, прывялі
  • ορμέμφυτος στα λευκορωσικά - інстынктыўныя, інстыктыўны, інстынктыўны, інстынктыўнае
Τυχαίες λέξεις
Ορκίζομαι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: лаяцца, сварыцца, ругаться, зьдзекавацца, глуміцца