Ορκίζομαι στα νορβηγικά
Μετάφραση: ορκίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
banne, sverger, sverge, sverge på, sverger at
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορκίζομαι
ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι αντύπας, ορκίζομαι στα αγγλικά, cosmopolitan ορκίζομαι, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ορκίζομαι στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- οριστικά στα νορβηγικά - definitivt, absolutt
- οριστικός στα νορβηγικά - bestemt, definitive, endelig, definitiv, endelige
- ορκισμένος στα νορβηγικά - sverget, svoret, tilsvoret, sverger, svoren
- ορμέμφυτος στα νορβηγικά - instinktiv, instinktive, instinktivt
Τυχαίες λέξεις
Ορκίζομαι στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: banne, sverger, sverge, sverge på, sverger at
Μεταφράσεις: banne, sverger, sverge, sverge på, sverger at