Ορκίζομαι στα λιθουανικά
Μετάφραση: ορκίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prisiekti, prisiekiu, prisiekia, prisiek
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορκίζομαι
ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι αντύπας, ορκίζομαι στα αγγλικά, cosmopolitan ορκίζομαι, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ορκίζομαι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- οριστικά στα λιθουανικά - aiškiai, žinoma, tikrai, neabejotinai, galutinai
- οριστικός στα λιθουανικά - galutinis, galutinį, galutinė, galutinai, galutiniai
- ορκισμένος στα λιθουανικά - prisiekęs, prisiekė, prisaikdintas, priesaika, prisiekiau
- ορμέμφυτος στα λιθουανικά - instinktyvus, instinktyvi, instinktyviai, instinktyvaus, instinktinis
Τυχαίες λέξεις
Ορκίζομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: prisiekti, prisiekiu, prisiekia, prisiek
Μεταφράσεις: prisiekti, prisiekiu, prisiekia, prisiek