Ορκίζομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: ορκίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ketteren, bezweren, vloeken, zweren, zweer, zweer het, zweer dat
Ορκίζομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορκίζομαι

ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι αντύπας, ορκίζομαι στα αγγλικά, cosmopolitan ορκίζομαι, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ορκίζομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • οριστικά στα ολλανδικά - voorgoed, definitief, zeker, absoluut, beslist, zeker de
  • οριστικός στα ολλανδικά - definitief, onherroepelijk, definitieve, de definitieve, van definitieve, enige
  • ορκισμένος στα ολλανδικά - gezworen, beëdigd, beëdigde, ede, onder ede
  • ορμέμφυτος στα ολλανδικά - luchtig, luchthartig, instinctief, instinctieve, gevoelsmatige, intuïtieve, instinctmatige
Τυχαίες λέξεις
Ορκίζομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ketteren, bezweren, vloeken, zweren, zweer, zweer het, zweer dat