Ορκίζομαι στα ουγγρικά

Μετάφραση: ορκίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szitkozódás, esküszik, esküszöm, esküsznek, esküdni
Ορκίζομαι στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορκίζομαι

ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι αντύπας, ορκίζομαι στα αγγλικά, cosmopolitan ορκίζομαι, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ορκίζομαι στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • οριστικά στα ουγγρικά - hogyne, minden bizonnyal, határozottan, biztosan, feltétlenül, egyértelműen
  • οριστικός στα ουγγρικά - végleges, a végleges, végső, véglegessé, meghatározó
  • ορκισμένος στα ουγγρικά - hites, esküdt, eskü alatt tett, felesküdött, megesküdött
  • ορμέμφυτος στα ουγγρικά - impulzív, lobbanékony, felizgatható, ösztönös, ösztönösen, az ösztönös, ösztönszerű
Τυχαίες λέξεις
Ορκίζομαι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szitkozódás, esküszik, esküszöm, esküsznek, esküdni