Πεποίθηση στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вера, осъждане, убеждение, присъда, убеждението
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεποίθηση
δικανική πεποίθηση, πεποίθηση ετυμολογία, πεποίθηση αντώνυμο, πεποίθηση αγγλικά, πεποίθηση στα αγγλικά, πεποίθηση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πεποίθηση στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πεπαλαιωμένος στα βουλγαρικά - износени, износена, непригоден, износила, стане непригоден
- πεπερασμένος στα βουλγαρικά - ограничен, краен, крайни, крайно, определен
- πεπρωμένο στα βουλγαρικά - съдба, съдбата, съдбата си, съдбата на
- πεπτικός στα βουλγαρικά - храносмилателен, който спомага храносмилането, храносмилателната, храносмилателни, на стомашния
Τυχαίες λέξεις
Πεποίθηση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: вера, осъждане, убеждение, присъда, убеждението
Μεταφράσεις: вера, осъждане, убеждение, присъда, убеждението