Πεποίθηση στα τσεχικά

Μετάφραση: πεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přesvědčení, odsouzení, důvěra, mínění, usvědčení, rozsudek, představa, víra, přesvědčen, přesvědčením
Πεποίθηση στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεποίθηση

δικανική πεποίθηση, πεποίθηση ετυμολογία, πεποίθηση αντώνυμο, πεποίθηση αγγλικά, πεποίθηση στα αγγλικά, πεποίθηση λεξικό γλώσσας τσεχικά, πεποίθηση στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • πεπαλαιωμένος στα τσεχικά - staromódní, zastaralý, starý, opotřebované, opotřebené, opotřebovaný, opotřebovaná, ...
  • πεπερασμένος στα τσεχικά - konečný, konečných, konečné, konečná, omezené
  • πεπρωμένο στα τσεχικά - zhouba, smrt, záhuba, určení, osud, úděl, osudem, ...
  • πεπτικός στα τσεχικά - zažívací, trávicí, digestiv, zažívací prostředek
Τυχαίες λέξεις
Πεποίθηση στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: přesvědčení, odsouzení, důvěra, mínění, usvědčení, rozsudek, představa, víra, přesvědčen, přesvědčením