Πεποίθηση στα τούρκικα
Μετάφραση: πεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
izlenim, etki, mahkumiyet, inanç, mahkumiyetinin, mahkumiyeti, kanaat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεποίθηση
δικανική πεποίθηση, πεποίθηση ετυμολογία, πεποίθηση αντώνυμο, πεποίθηση αγγλικά, πεποίθηση στα αγγλικά, πεποίθηση λεξικό γλώσσας τούρκικα, πεποίθηση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πεπαλαιωμένος στα τούρκικα - yıpranmış, aşınmış, eskimiş, giyilen
- πεπερασμένος στα τούρκικα - sınırlı, sonlu, sonlu bir
- πεπρωμένο στα τούρκικα - kader, kısmet, kaderi, kaderin, kaderim, kaderini
- πεπτικός στα τούρκικα - sindirim, hazmettirici, sindirimi, hazmettirici ilaç, sindirimi düzenleyen
Τυχαίες λέξεις
Πεποίθηση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: izlenim, etki, mahkumiyet, inanç, mahkumiyetinin, mahkumiyeti, kanaat
Μεταφράσεις: izlenim, etki, mahkumiyet, inanç, mahkumiyetinin, mahkumiyeti, kanaat