Πεποίθηση στα ουκρανικά

Μετάφραση: πεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переконаність, судимість, довіра, думка, засудження, переконання, віра
Πεποίθηση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεποίθηση

δικανική πεποίθηση, πεποίθηση ετυμολογία, πεποίθηση αντώνυμο, πεποίθηση αγγλικά, πεποίθηση στα αγγλικά, πεποίθηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πεποίθηση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πεπαλαιωμένος στα ουκρανικά - застарілий, старомодний, зношений
  • πεπερασμένος στα ουκρανικά - обмежений, кінцевий
  • πεπρωμένο στα ουκρανικά - неминучість, доля, уділ, долю
  • πεπτικός στα ουκρανικά - підкріплювальний, харчової, харчовою, травний
Τυχαίες λέξεις
Πεποίθηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: переконаність, судимість, довіра, думка, засудження, переконання, віра