Πεποίθηση στα ρουμανικά
Μετάφραση: πεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
impresie, convingere, condamnare, convingerea, condamnarea, condamnări
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεποίθηση
δικανική πεποίθηση, πεποίθηση ετυμολογία, πεποίθηση αντώνυμο, πεποίθηση αγγλικά, πεποίθηση στα αγγλικά, πεποίθηση λεξικό γλώσσας ρουμανικά, πεποίθηση στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- πεπαλαιωμένος στα ρουμανικά - uzat, uzate, uzată, obosiți, foarte obosiți
- πεπερασμένος στα ρουμανικά - finit, finite, finită, finita, limitată
- πεπρωμένο στα ρουμανικά - destin, destinul, destinului, soarta, destinele
- πεπτικός στα ρουμανικά - digestiv, digestive, digestivă, aparatului digestiv
Τυχαίες λέξεις
Πεποίθηση στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: impresie, convingere, condamnare, convingerea, condamnarea, condamnări
Μεταφράσεις: impresie, convingere, condamnare, convingerea, condamnarea, condamnări