Πεποίθηση στα γερμανικά
Μετάφραση: πεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eindruck, verurteilung, dogma, überzeugung, vertrauen, idee, gedanke, glaube, Überzeugung, Verurteilung, überzeugt, Ueberzeugung
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεποίθηση
δικανική πεποίθηση, πεποίθηση ετυμολογία, πεποίθηση αντώνυμο, πεποίθηση αγγλικά, πεποίθηση στα αγγλικά, πεποίθηση λεξικό γλώσσας γερμανικά, πεποίθηση στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- πεπαλαιωμένος στα γερμανικά - veraltet, abgenutzt, verschlissen, abgenutzten, erschöpft, abgenutzte
- πεπερασμένος στα γερμανικά - teilüberdeckung, endliche, endlich, endlichen, Finite, endlicher
- πεπρωμένο στα γερμανικά - schicksal, verhängnis, los, geschick, Schicksal, Bestimmung, Schicksals, ...
- πεπτικός στα γερμανικά - nahrhaft, Verdauungs-, Verdauungs, verdauungsfördernde
Τυχαίες λέξεις
Πεποίθηση στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: eindruck, verurteilung, dogma, überzeugung, vertrauen, idee, gedanke, glaube, Überzeugung, Verurteilung, überzeugt, Ueberzeugung
Μεταφράσεις: eindruck, verurteilung, dogma, überzeugung, vertrauen, idee, gedanke, glaube, Überzeugung, Verurteilung, überzeugt, Ueberzeugung