Πεποίθηση στα λιθουανικά
Μετάφραση: πεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įspūdis, tikėjimas, įsitikinimas, apkaltinamasis nuosprendis, įsitikinimu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεποίθηση
δικανική πεποίθηση, πεποίθηση ετυμολογία, πεποίθηση αντώνυμο, πεποίθηση αγγλικά, πεποίθηση στα αγγλικά, πεποίθηση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πεποίθηση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πεπαλαιωμένος στα λιθουανικά - susidėvėjęs, susidėvėję, susidėvėjo, nusidėvėję, susidėvėjusi
- πεπερασμένος στα λιθουανικά - baigtinis, ribotas, baigtinių, galutinio, ribinis
- πεπρωμένο στα λιθουανικά - likimas, dalis, lemtis, likimą, likimo, destiny
- πεπτικός στα λιθουανικά - virškinimo, Digestive, skatina virškinimą, trupininis pyragaitis
Τυχαίες λέξεις
Πεποίθηση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įspūdis, tikėjimas, įsitikinimas, apkaltinamasis nuosprendis, įsitikinimu
Μεταφράσεις: įspūdis, tikėjimas, įsitikinimas, apkaltinamasis nuosprendis, įsitikinimu