Πεποίθηση στα δανικά
Μετάφραση: πεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tro, overbevisning, overbevisning om, overbevist, domfældelse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεποίθηση
δικανική πεποίθηση, πεποίθηση ετυμολογία, πεποίθηση αντώνυμο, πεποίθηση αγγλικά, πεποίθηση στα αγγλικά, πεποίθηση λεξικό γλώσσας δανικά, πεποίθηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- πεπαλαιωμένος στα δανικά - slidte, slidt, opslidte, slidt op, nedslidt ud
- πεπερασμένος στα δανικά - finite, begrænset, endelig, endeligt, begrænsede
- πεπρωμένο στα δανικά - bestemmelse, skæbne, skæbnen, destiny, skćbne
- πεπτικός στα δανικά - fordøjelsesproblemer, fordøjelsessystemet, fordøjelsessystem, fordøjelsesforstyrrelser, fordøjende
Τυχαίες λέξεις
Πεποίθηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tro, overbevisning, overbevisning om, overbevist, domfældelse
Μεταφράσεις: tro, overbevisning, overbevisning om, overbevist, domfældelse