Πεποίθηση στα ουγγρικά
Μετάφραση: πεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elítélés, rábizonyítás, meggyőződés, meggyőződését, meggyőződéssel, meggyőződése
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεποίθηση
δικανική πεποίθηση, πεποίθηση ετυμολογία, πεποίθηση αντώνυμο, πεποίθηση αγγλικά, πεποίθηση στα αγγλικά, πεποίθηση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, πεποίθηση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- πεπαλαιωμένος στα ουγγρικά - elavult, kopott, elhasználódott, elhasznált, elhasználódtak, elkopott
- πεπερασμένος στα ουγγρικά - elhatárolt, véges, a véges, véges kockázatú, végesek
- πεπρωμένο στα ουγγρικά - sors, sorsát, végzet, sorsának, a sors
- πεπτικός στα ουγγρικά - emésztési, emésztő, emésztőtraktus
Τυχαίες λέξεις
Πεποίθηση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: elítélés, rábizonyítás, meggyőződés, meggyőződését, meggyőződéssel, meggyőződése
Μεταφράσεις: elítélés, rábizonyítás, meggyőződés, meggyőződését, meggyőződéssel, meggyőződése