Πεποίθηση στα ισλανδικά
Μετάφραση: πεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
trú, sannfæring, sannfæringu, sakfellingar, sakfelling, með sakfellingu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεποίθηση
δικανική πεποίθηση, πεποίθηση ετυμολογία, πεποίθηση αντώνυμο, πεποίθηση αγγλικά, πεποίθηση στα αγγλικά, πεποίθηση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πεποίθηση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πεπαλαιωμένος στα ισλανδικά - borinn út, borið út, slitnir, uppgefnir, sér gengin
- πεπερασμένος στα ισλανδικά - endanlegt, tímabundið, endanlega, endanleg, endanlegri
- πεπρωμένο στα ισλανδικά - afdrif, örlög, Destiny, örlögin, hlutskipti, örlögum
- πεπτικός στα ισλανδικά - meltingarörvandi, meltingar, Meltingarvegi, meltingaröryggi
Τυχαίες λέξεις
Πεποίθηση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: trú, sannfæring, sannfæringu, sakfellingar, sakfelling, með sakfellingu
Μεταφράσεις: trú, sannfæring, sannfæringu, sakfellingar, sakfelling, með sakfellingu