Πεποίθηση στα σουηδικά
Μετάφραση: πεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tro, övertygelse, övertygelsen, övertygelse om, fällande dom, dom
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεποίθηση
δικανική πεποίθηση, πεποίθηση ετυμολογία, πεποίθηση αντώνυμο, πεποίθηση αγγλικά, πεποίθηση στα αγγλικά, πεποίθηση λεξικό γλώσσας σουηδικά, πεποίθηση στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- πεπαλαιωμένος στα σουηδικά - utsliten, slitna, utslitna, slitna ut, sliten
- πεπερασμένος στα σουηδικά - ändlig, finit, finita, begränsad, ändliga
- πεπρωμένο στα σουηδικά - lott, öde, ödet, bestämmelse, öden, framtid
- πεπτικός στα σουηδικά - mag, matsmältnings, digestive, matsmältning
Τυχαίες λέξεις
Πεποίθηση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tro, övertygelse, övertygelsen, övertygelse om, fällande dom, dom
Μεταφράσεις: tro, övertygelse, övertygelsen, övertygelse om, fällande dom, dom