Πεποίθηση στα ιταλικά

Μετάφραση: πεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fede, condanna, convinzione, convincimento, la convinzione, convinto
Πεποίθηση στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεποίθηση

δικανική πεποίθηση, πεποίθηση ετυμολογία, πεποίθηση αντώνυμο, πεποίθηση αγγλικά, πεποίθηση στα αγγλικά, πεποίθηση λεξικό γλώσσας ιταλικά, πεποίθηση στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • πεπαλαιωμένος στα ιταλικά - antiquato, consumati, usurati, consumato, usurata, usurato
  • πεπερασμένος στα ιταλικά - finito, finita, finiti, definita, limitata
  • πεπρωμένο στα ιταλικά - destino, sorte, fato, il destino, destini, sorti
  • πεπτικός στα ιταλικά - digestivo, digestivi, digerente, digestive, digestiva
Τυχαίες λέξεις
Πεποίθηση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: fede, condanna, convinzione, convincimento, la convinzione, convinto