Αμείβω στα δανικά
Μετάφραση: αμείβω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gengælde, requite, Gengældelse, Gengældelse over, fuld Løn
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμείβω
αμείβω αμοιβή, αμείβω κλιση, αμείβω ή αμείβω, αμείβω λεξικό γλώσσας δανικά, αμείβω στα δανικά
Μεταφράσεις
- αμβλύς στα δανικά - kedelig, kedeligt, kedelige, matte, tørre
- αμβροσία στα δανικά - ambrosia, af Ambrosia
- αμελητέος στα δανικά - ubetydelig, ubetydelige, ubetydeligt, minimal
- αμελώ στα δανικά - uagtsomhed, forsømme, sjuske, spare, sparer, sjuske med, skimp
Τυχαίες λέξεις
Αμείβω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gengælde, requite, Gengældelse, Gengældelse over, fuld Løn
Μεταφράσεις: gengælde, requite, Gengældelse, Gengældelse over, fuld Løn