Αμείβω στα ολλανδικά
Μετάφραση: αμείβω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vergelden, vergelde, niet vergelde, te vergelden, requite
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμείβω
αμείβω αμοιβή, αμείβω κλιση, αμείβω ή αμείβω, αμείβω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμείβω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αμβλύς στα ολλανδικά - oprecht, stomp, bot, eerlijk, saai, dof, doffe, ...
- αμβροσία στα ολλανδικά - ambrozijn, Ambrosia, nectar, van Ambrosia, godenspijs
- αμελητέος στα ολλανδικά - te verwaarlozen, verwaarloosbaar, verwaarlozen, verwaarloosbare, verwaarlozen is
- αμελώ στα ολλανδικά - nonchalance, veronachtzamen, nalatigheid, zuinig zijn, beknibbelen, skimp, zuinig, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμείβω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vergelden, vergelde, niet vergelde, te vergelden, requite
Μεταφράσεις: vergelden, vergelde, niet vergelde, te vergelden, requite