Αμείβω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: αμείβω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
узнагароджваць, ўзнагароджваць
Αμείβω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμείβω

αμείβω αμοιβή, αμείβω κλιση, αμείβω ή αμείβω, αμείβω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αμείβω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • αμβλύς στα λευκορωσικά - квадратны, тупы, тупой, тупым
  • αμβροσία στα λευκορωσικά - амброзія
  • αμελητέος στα λευκορωσικά - нязначны, малаважны, нязначная, нязначную
  • αμελώ στα λευκορωσικά - скупіцца, павыкупляцца
Τυχαίες λέξεις
Αμείβω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: узнагароджваць, ўзнагароджваць