Αμείβω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: αμείβω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
компенсирам, компенсирам за
Αμείβω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμείβω

αμείβω αμοιβή, αμείβω κλιση, αμείβω ή αμείβω, αμείβω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αμείβω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • αμβλύς στα σλαβομακεδονικά - досадна, здодевен, тапа, тупи, тап
  • αμβροσία στα σλαβομακεδονικά - амброзија
  • αμελητέος στα σλαβομακεδονικά - занемарлив, занемарлива, занемарливи, занемарливо, незначителна
  • αμελώ στα σλαβομακεδονικά - икономисвам, скржави, да икономисвам, не икономисвам, одговорам доволно
Τυχαίες λέξεις
Αμείβω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: компенсирам, компенсирам за