Αμείβω στα ουκρανικά

Μετάφραση: αμείβω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
непов'язаний, вилучений, віддалений, незв'язаний, винагороджувати, винагородити, нагороджувати, винагороджуватиме
Αμείβω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμείβω

αμείβω αμοιβή, αμείβω κλιση, αμείβω ή αμείβω, αμείβω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αμείβω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αμβλύς στα ουκρανικά - різкий, брутальний, тупий, грубий, тупою, тупої, тупой, ...
  • αμβροσία στα ουκρανικά - перга, амброзія, амброзію
  • αμελητέος στα ουκρανικά - незначний, незначне, незначну, незначна
  • αμελώ στα ουκρανικά - нехтувати, зневага, нехтування, зневажати, скупитися, скупиться, скупитись
Τυχαίες λέξεις
Αμείβω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: непов'язаний, вилучений, віддалений, незв'язаний, винагороджувати, винагородити, нагороджувати, винагороджуватиме