Αμείβω στα φινλανδικά

Μετάφραση: αμείβω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kostaa, palkitsemme, kostan, palkita
Αμείβω στα φινλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμείβω

αμείβω αμοιβή, αμείβω κλιση, αμείβω ή αμείβω, αμείβω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αμείβω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • αμβλύς στα φινλανδικά - avoin, juro, tyly, suora, tylppä, tylsä, suorapuheinen, ...
  • αμβροσία στα φινλανδικά - ambrosia, ambrosiaa
  • αμελητέος στα φινλανδικά - mitätön, yhdentekevä, vähäpätöinen, merkityksetön, vähäinen, vähäisiä
  • αμελώ στα φινλανδικά - laiminlyödä, huolimattomuus, huolettomuus, pihistellä, kitsastella, skimp, laitteidensä, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμείβω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: kostaa, palkitsemme, kostan, palkita