Αμείβω στα ρουμανικά

Μετάφραση: αμείβω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răsplăti, rasplati, răsplătească, răsplătiți, răsplăti cu
Αμείβω στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμείβω

αμείβω αμοιβή, αμείβω κλιση, αμείβω ή αμείβω, αμείβω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, αμείβω στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • αμβλύς στα ρουμανικά - plictisitor, plicticos, mat, monoton, tocit
  • αμβροσία στα ρουμανικά - ambrozie, Ambrosia, ambrozia, de ambrozie, ambroziei
  • αμελητέος στα ρουμανικά - neglijabil, neglijabilă, neglijabile, neglijabila, neglijabil de
  • αμελώ στα ρουμανικά - neglijenţă, drămui, zgârciți, vă zgârciți, skimp, dramui
Τυχαίες λέξεις
Αμείβω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: răsplăti, rasplati, răsplătească, răsplătiți, răsplăti cu