Αμείβω στα ουγγρικά

Μετάφραση: αμείβω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
viszonoz, jutalmaz, megfizetek
Αμείβω στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμείβω

αμείβω αμοιβή, αμείβω κλιση, αμείβω ή αμείβω, αμείβω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αμείβω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • αμβλύς στα ουγγρικά - pénzmag, legömbölyített, unalmas, tompa, matt, fakó, fénytelen
  • αμβροσία στα ουγγρικά - istenek eledele, ambrózia, Ambrosia, az Ambrosia, ambróziát
  • αμελητέος στα ουγγρικά - elhanyagolható, elhanyagolhatónak, elhanyagolható mértékben, jelentéktelen, elenyésző
  • αμελώ στα ουγγρικά - elhanyagolás, fukarkodik, szűkölködik, skimp, spóroljon
Τυχαίες λέξεις
Αμείβω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: viszonoz, jutalmaz, megfizetek