Αμείβω στα σουηδικά
Μετάφραση: αμείβω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
straffar, requite, straffa, att straffa, vedergälla
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμείβω
αμείβω αμοιβή, αμείβω κλιση, αμείβω ή αμείβω, αμείβω λεξικό γλώσσας σουηδικά, αμείβω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αμβλύς στα σουηδικά - slö, avtrubba, tvär, matt, tråkig, tråkigt, trist, ...
- αμβροσία στα σουηδικά - ambrosia, ambrosian
- αμελητέος στα σουηδικά - försumbar, försumbara, obetydlig, försumbart, ringa
- αμελώ στα σουηδικά - försumma, skimp, snåla, snålar, slarva, snåla inte
Τυχαίες λέξεις
Αμείβω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: straffar, requite, straffa, att straffa, vedergälla
Μεταφράσεις: straffar, requite, straffa, att straffa, vedergälla