Αφοπλισμένος στα αλβανικά
Μετάφραση: αφοπλισμένος, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çarmatosur, çarmatosën, çarmatoset, të çarmatosur, çarmatosi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφοπλισμένος
αφοπλισμένος ο αστυνομικός της γειτονιάς, αφοπλισμένος λεξικό γλώσσας αλβανικά, αφοπλισμένος στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- αφιλόξενος στα αλβανικά - i shkretë, shkretë, jo mikpritës, e shkretë, jomirëprirës
- αφομοίωση στα αλβανικά - asimilim, asimilimi, asimilimit, asimilimin, asimilimit të
- αφοπλισμός στα αλβανικά - çarmatim, çarmatimi, çarmatimin, çarmatimit, për çarmatim
- αφορίζω στα αλβανικά - dëboj, i përjashtuar, i shkishëruar, i dëbuar, përjashtoj
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμένος στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: çarmatosur, çarmatosën, çarmatoset, të çarmatosur, çarmatosi
Μεταφράσεις: çarmatosur, çarmatosën, çarmatoset, të çarmatosur, çarmatosi