Αφοπλισμένος στα γαλλικά

Μετάφραση: αφοπλισμένος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
désarmé, désarmés, désarmée, désarmer, désarmées
Αφοπλισμένος στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αφοπλισμένος

αφοπλισμένος ο αστυνομικός της γειτονιάς, αφοπλισμένος λεξικό γλώσσας γαλλικά, αφοπλισμένος στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • αφιλόξενος στα γαλλικά - inhospitalier, hostile, inhospitalière, inhospitalières, inhospitaliers
  • αφομοίωση στα γαλλικά - assimilation, rajustement, l'assimilation, d'assimilation, une assimilation
  • αφοπλισμός στα γαλλικά - désarmement, le désarmement, de désarmement, du désarmement, au désarmement
  • αφορίζω στα γαλλικά - excommunier, excommunication, excommunier les, excommunié, d'excommunier
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμένος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: désarmé, désarmés, désarmée, désarmer, désarmées