Αφοπλισμένος στα ουκρανικά
Μετάφραση: αφοπλισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
роззброєний, беззбройний, неозброєний, роззброїли, обеззброїли
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφοπλισμένος
αφοπλισμένος ο αστυνομικός της γειτονιάς, αφοπλισμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αφοπλισμένος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αφιλόξενος στα ουκρανικά - перешкоджаючий, гнітючий, заборонний, негостинний, гальмуючий, негостинні, непривітний
- αφομοίωση στα ουκρανικά - порівнювання, асиміляція, засвоєння, уподібнення, асиміляції
- αφοπλισμός στα ουκρανικά - роззброєння, роззброювання
- αφορίζω στα ουκρανικά - відлучити від
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: роззброєний, беззбройний, неозброєний, роззброїли, обеззброїли
Μεταφράσεις: роззброєний, беззбройний, неозброєний, роззброїли, обеззброїли