Αφοπλισμένος στα σλοβενικά
Μετάφραση: αφοπλισμένος, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razorožili, razorožil, razorožila, razorožen, razorožile
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφοπλισμένος
αφοπλισμένος ο αστυνομικός της γειτονιάς, αφοπλισμένος λεξικό γλώσσας σλοβενικά, αφοπλισμένος στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- αφιλόξενος στα σλοβενικά - negostoljubna, neprijazno, Negostoljubiv, negostoljuben
- αφομοίωση στα σλοβενικά - asimilacija, asimilacijo, asimilacije, vključitveni, asimilacijska
- αφοπλισμός στα σλοβενικά - razorožitev, razoroževanje, razorožitvi, razorožitve, razorožitvijo
- αφορίζω στα σλοβενικά - Izopćiti
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμένος στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: razorožili, razorožil, razorožila, razorožen, razorožile
Μεταφράσεις: razorožili, razorožil, razorožila, razorožen, razorožile