Αφοπλισμένος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αφοπλισμένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
раззброілі, абяззброілі
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφοπλισμένος
αφοπλισμένος ο αστυνομικός της γειτονιάς, αφοπλισμένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αφοπλισμένος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αφιλόξενος στα λευκορωσικά - не дужа гасцінны, дужа гасцінны
- αφομοίωση στα λευκορωσικά - асіміляцыя, асыміляцыя
- αφοπλισμός στα λευκορωσικά - раззбраенне, раззбраеньне
- αφορίζω στα λευκορωσικά - адлучыць ад
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: раззброілі, абяззброілі
Μεταφράσεις: раззброілі, абяззброілі