Αφοπλισμένος στα τούρκικα

Μετάφραση: αφοπλισμένος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
silahsız, disarm, devre dışı, devreden, devredisi
Αφοπλισμένος στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αφοπλισμένος

αφοπλισμένος ο αστυνομικός της γειτονιάς, αφοπλισμένος λεξικό γλώσσας τούρκικα, αφοπλισμένος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αφιλόξενος στα τούρκικα - soğuk, daralan, inhospitable, konuksever olmayan, konuk sevmez
  • αφομοίωση στα τούρκικα - asimilasyon, asimilasyonu, asimile, özümseme, özümleme
  • αφοπλισμός στα τούρκικα - silâhsızlanma, silahsızlanma, silahsızlandırılması, bir silahsızlanma, silahsızlandırma
  • αφορίζω στα τούρκικα - aforoz etmek, aforoz, excommunicate, aforoz etmekletehdit
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμένος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: silahsız, disarm, devre dışı, devreden, devredisi