Αφοπλισμένος στα λετονικά
Μετάφραση: αφοπλισμένος, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atbruņoja, atbruņots, atbruņoti, deaktivēta, uzvilkta
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφοπλισμένος
αφοπλισμένος ο αστυνομικός της γειτονιάς, αφοπλισμένος λεξικό γλώσσας λετονικά, αφοπλισμένος στα λετονικά
Μεταφράσεις
- αφιλόξενος στα λετονικά - neviesmīlīgs, neviesmīlīga
- αφομοίωση στα λετονικά - asimilācija, pielīdzināšana, asimilācijas, asimilāciju, asimilē
- αφοπλισμός στα λετονικά - atbruņošanās, atbruņošana, atbruņošanos, atbruĦošanās, atbruņošanu
- αφορίζω στα λετονικά - nošķirt no baznīcas
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμένος στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: atbruņoja, atbruņots, atbruņoti, deaktivēta, uzvilkta
Μεταφράσεις: atbruņoja, atbruņots, atbruņoti, deaktivēta, uzvilkta