Αφοπλισμένος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: αφοπλισμένος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разоружан, разоружале, разоружени, разоружани, разоружаа
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφοπλισμένος
αφοπλισμένος ο αστυνομικός της γειτονιάς, αφοπλισμένος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αφοπλισμένος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- αφιλόξενος στα σλαβομακεδονικά - непријатни, непријателски настроени, негостољубивост, негостопримливата
- αφομοίωση στα σλαβομακεδονικά - асимилација, асимилацијата, асимилирање
- αφοπλισμός στα σλαβομακεδονικά - разоружување, разоружувањето, за разоружување, разоружување на
- αφορίζω στα σλαβομακεδονικά - исфрлање
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμένος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: разоружан, разоружале, разоружени, разоружани, разоружаа
Μεταφράσεις: разоружан, разоружале, разоружени, разоружани, разоружаа