Αφοπλισμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αφοπλισμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обезоръжен, дезактивирана, разоръжена, обезоръжени, обезоръжи
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφοπλισμένος
αφοπλισμένος ο αστυνομικός της γειτονιάς, αφοπλισμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αφοπλισμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αφιλόξενος στα βουλγαρικά - негостоприемен, негостоприемна, негостоприемно, негостоприемната, негостоприемни
- αφομοίωση στα βουλγαρικά - асимилация, уподобение, усвояване, усвояването, асимилацията, асимилиране
- αφοπλισμός στα βουλγαρικά - разоръжаване, разоръжаването, за разоръжаване, на разоръжаване
- αφορίζω στα βουλγαρικά - отлъчен, отлъчи, отлъчва, отлъчим, отлъча
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: обезоръжен, дезактивирана, разоръжена, обезоръжени, обезоръжи
Μεταφράσεις: обезоръжен, дезактивирана, разоръжена, обезоръжени, обезоръжи