Αφοπλισμένος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αφοπλισμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desarmado, desarmados, desarmada, desarmou, desarmadas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφοπλισμένος
αφοπλισμένος ο αστυνομικός της γειτονιάς, αφοπλισμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αφοπλισμένος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αφιλόξενος στα πορτογαλικά - inóspito, inóspita, inhospitable, inóspitos, inóspitas
- αφομοίωση στα πορτογαλικά - assimilação, a assimilação, de assimilação, assimilação de, equiparação
- αφοπλισμός στα πορτογαλικά - desarmamento, o desarmamento, de desarmamento, do desarmamento, ao desarmamento
- αφορίζω στα πορτογαλικά - excomungado, excomungar, excomungá, excommunicate
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desarmado, desarmados, desarmada, desarmou, desarmadas
Μεταφράσεις: desarmado, desarmados, desarmada, desarmou, desarmadas