Αφοπλισμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: αφοπλισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongewapend, ontwapend, ontwapende, uitgeschakeld, uitgeschakelde, gedeactiveerd
Αφοπλισμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αφοπλισμένος

αφοπλισμένος ο αστυνομικός της γειτονιάς, αφοπλισμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αφοπλισμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αφιλόξενος στα ολλανδικά - onherbergzaam, ongastvrij, onherbergzame, ongastvrije
  • αφομοίωση στα ολλανδικά - assimilatie, gelijkstelling, de assimilatie, assimileren
  • αφοπλισμός στα ολλανδικά - ontwapening, de ontwapening, ontwapenings-, van ontwapening, ontwapening te
  • αφορίζω στα ολλανδικά - excommuniceren, te excommuniceren, de ban, excommunicatie, geëxcommuniceerd
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ongewapend, ontwapend, ontwapende, uitgeschakeld, uitgeschakelde, gedeactiveerd