Αφοπλισμένος στα ισλανδικά

Μετάφραση: αφοπλισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afvopna
Αφοπλισμένος στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αφοπλισμένος

αφοπλισμένος ο αστυνομικός της γειτονιάς, αφοπλισμένος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αφοπλισμένος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αφιλόξενος στα ισλανδικά - inhospitable
  • αφομοίωση στα ισλανδικά - aðlögun, samlögun
  • αφοπλισμός στα ισλανδικά - afvopnun
  • αφορίζω στα ισλανδικά - excommunicate
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμένος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: afvopna