Αφοπλισμένος στα ρουμανικά

Μετάφραση: αφοπλισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dezarmat, dezarmată, dezarmate, dezarmați, dezarmarea
Αφοπλισμένος στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αφοπλισμένος

αφοπλισμένος ο αστυνομικός της γειτονιάς, αφοπλισμένος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, αφοπλισμένος στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • αφιλόξενος στα ρουμανικά - inospitalier, neospitalier, neprimitoare, neprimitor, inospitaliera
  • αφομοίωση στα ρουμανικά - asimilare, asimilarea, de asimilare, asimilării, asimilare a
  • αφοπλισμός στα ρουμανικά - dezarmare, dezarmarea, dezarmării, de dezarmare, a dezarmării
  • αφορίζω στα ρουμανικά - excomunica, excomunice, excomunica pe, excomunicarea, excomunice pe
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμένος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: dezarmat, dezarmată, dezarmate, dezarmați, dezarmarea