Αφοπλισμένος στα ιταλικά

Μετάφραση: αφοπλισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inerme, disarmato, disinserito, disarmata, disarmati, disinserita
Αφοπλισμένος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αφοπλισμένος

αφοπλισμένος ο αστυνομικός της γειτονιάς, αφοπλισμένος λεξικό γλώσσας ιταλικά, αφοπλισμένος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αφιλόξενος στα ιταλικά - inospitale, inospitali, inhospitable, ostile
  • αφομοίωση στα ιταλικά - assimilazione, l'assimilazione, di assimilazione, dell'assimilazione, all'assimilazione
  • αφοπλισμός στα ιταλικά - disarmo, il disarmo, di disarmo, del disarmo, al disarmo
  • αφορίζω στα ιταλικά - scomunicare, scomunica, excommunicate, scomunicato, scomunicarlo
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμένος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: inerme, disarmato, disinserito, disarmata, disarmati, disinserita