Αφοπλισμένος στα σουηδικά
Μετάφραση: αφοπλισμένος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avväpnade, avväpnad, avväpnas, kopplat, frånkopplat
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφοπλισμένος
αφοπλισμένος ο αστυνομικός της γειτονιάς, αφοπλισμένος λεξικό γλώσσας σουηδικά, αφοπλισμένος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αφιλόξενος στα σουηδικά - ogästvänliga, ogästvänlig, ogästvänligt, inhospitable
- αφομοίωση στα σουηδικά - assimilering, assimilation, likställande, assimilerings, assimileringen
- αφοπλισμός στα σουηδικά - nedrustning, avväpning, nedrustnings, avrustning, nedrustningen
- αφορίζω στα σουηδικά - exkommunicerar, exkommunicera, bannlysa, bannlyst, bann
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμένος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: avväpnade, avväpnad, avväpnas, kopplat, frånkopplat
Μεταφράσεις: avväpnade, avväpnad, avväpnas, kopplat, frånkopplat