Αφοπλισμένος στα λιθουανικά
Μετάφραση: αφοπλισμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išjungta, nuginklavo, išjungiama, nuginkluoti, nuginkluota
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφοπλισμένος
αφοπλισμένος ο αστυνομικός της γειτονιάς, αφοπλισμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αφοπλισμένος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αφιλόξενος στα λιθουανικά - nykus, nesvetingas, nesvetinga, Nieprzychylny, niaurus
- αφομοίωση στα λιθουανικά - asimiliacija, asimiliacijos, įsisavinimas, sulyginimas, asimiliaciją
- αφοπλισμός στα λιθουανικά - nusiginklavimas, nusiginklavimo, nusiginklavimą, nusiginklavimui, nusiginklavimu
- αφορίζω στα λιθουανικά - ekskomunikuoti, atskirti nuo bažnyčios, nuo bažnyčios, ekskomunikuotasis, Atmetimo
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: išjungta, nuginklavo, išjungiama, nuginkluoti, nuginkluota
Μεταφράσεις: išjungta, nuginklavo, išjungiama, nuginkluoti, nuginkluota