Αφοπλισμένος στα τσεχικά
Μετάφραση: αφοπλισμένος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bezbranný, odzbrojil, odzbrojili, odzbrojila, odzbrojen, odzbrojilo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφοπλισμένος
αφοπλισμένος ο αστυνομικός της γειτονιάς, αφοπλισμένος λεξικό γλώσσας τσεχικά, αφοπλισμένος στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- αφιλόξενος στα τσεχικά - nepřátelský, nehostinný, nepohostinný, nevlídný, nepohostinné, nepohostinná, nehostinné
- αφομοίωση στα τσεχικά - přizpůsobení, asimilace, asimilaci, asimilační, spodoba
- αφοπλισμός στα τσεχικά - odzbrojení, odzbrojování, o odzbrojení, pro odzbrojení
- αφορίζω στα τσεχικά - vyobcovat, vyloučit, exkomunikovat, exkomunikoval, vyloučil, exkomunikujte
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμένος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: bezbranný, odzbrojil, odzbrojili, odzbrojila, odzbrojen, odzbrojilo
Μεταφράσεις: bezbranný, odzbrojil, odzbrojili, odzbrojila, odzbrojen, odzbrojilo